- ξάρτια
- rigging
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… … Dictionary of Greek
άνοπλος — ἄνοπλος, ον (Α) 1. άοπλος, ο δίχως όπλα, οπλισμό 2. το ουδ. ως ουσ.. το άοπλον (σε αντίθεση με το οπλιτικόν) οι πολίτες στους οποίους δεν δίνονται όπλα, οι μη μάχιμοι* 3. (για τους Πέρσες) αυτός που δεν κρατά μεγάλη ασπίδα 4. (για πλοίο) το χωρίς … Dictionary of Greek
άρμενα — τα (AM ἄρμενα) ναυτ. τα ξάρτια ιστιοφόρου, όλα τα απαραίτητα για το ταξίδι ιστιοφόρου (παροιμ., «χωρίς άρμενα και κουπιά, άι Νικόλα βόηθα» πρβλ. «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῑρα κίνει») μσν. νεοελλ. 1. τα πανιά του ιστιοφόρου 2. τα ιστιοφόρα («όλα τ άρμεν… … Dictionary of Greek
αρματωσιά — η (Μ ἀρματωσιά) 1. πολεμικά εφόδια, εξοπλισμός 2. οπλισμός, πανοπλία νεοελλ. 1. τα ξάρτια του πλοίου 2. το σύνολο των κοσμημάτων μιας ενδυμασίας 3. τα χρυσά κεντήματα φορεσιάς μσν. η σέλα του αλόγου … Dictionary of Greek
εξάρτι — και ξάρτι, το (συν. στον πληθ. εξάρτια και ξάρτια, τα) (Α ως επίθ. ἐξάρτιος, ον, Μ ἐξάρτιον, το) [εξαρτίζω] ναυτ. τα σχοινιά που είναι δεμένα σε σταθερά σημεία τού πλοίου και χρησιμεύουν για τη στήριξη τών ιστών νεοελλ. τα σχοινιά που συνδέουν… … Dictionary of Greek
επίτονος — η, ο (Α ἐπίτονος, ον) [επιτείνω] 1. το αρσ. ως ουσ. ο επίτονος α) το σχοινί τής αντένας πλοίου β) καθένα από τα ισχυρά σχοινιά με τα οποία αγκυρώνονται οι στήλες και τα επιστήλια τών ιστών πάνω στα πλευρά και στην πρύμνη τού πλοίου, τα ξάρτια αρχ … Dictionary of Greek
επαυχένιος — (Α ἐπαυχένιος, ον) [αυχήν] αυτός που βρίσκεται πάνω ή γύρω από τον αυχένα («ἐπαυχένιος ζυγός», Πίνδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ ἐπαυχένιον δερμάτινη λωρίδα που αποτελεί τμήμα τής σαγής τού αλόγου ή τού ημιόνου β. ναυτ. τὰ ἐπαυχένια ξύλινα… … Dictionary of Greek
επιτονίζω — ναυτ. στερεώνω τη στήλη τού ιστού τού σκάφους με τους επιτόνους (ξάρτια) της … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
λινάρμενον — λινάρμενον, τὸ (Α) το ιστίο τού πλοίου που είναι κατασκευασμένο από λινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ἄρμενον, που απαντά συνήθως στον πληθ. ἄρμενα «ξάρτια ιστιοφόρου»] … Dictionary of Greek
μουρσελάρω — συνδέω με δακτύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνσ. μουσέλι(ο)ν «σχοινί από παλαιά ξάρτια» (< βεν. mussello) με ανάπτυξη ρ ] … Dictionary of Greek